- μακρηγορῶ
- μακρηγορέωspeak at great lengthpres subj act 1st sg (attic epic doric)μακρηγορέωspeak at great lengthpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρηγορώ — μακρηγορώ, μακρηγόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μακρηγορώ — (AM μακρηγορῶ, έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) [μακρήγορος] μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ … Dictionary of Greek
μακρηγορώ — μακρηγόρησα 1. αμτβ., μιλώ διεξοδικά. 2. λέω περιττά και άσχετα πράγματα, πολυλογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… … Dictionary of Greek
εμπλατύνω — ἐμπλατύνω (Α) 1. πλατύνω, επεκτείνω 2. φρ. «λόγοις ἐμπλατύνομαι περί τινι» μακρηγορώ … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία … Dictionary of Greek
μακρηγόρημα — μακρηγόρημα, τὸ (Μ) [μακρηγορώ] μακρηγορία, μακρολογία … Dictionary of Greek
μακρολογώ — (AM μακρολογῶ, έω) [μακρολόγος] 1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ 2. απεραντολογώ, φλυαρώ … Dictionary of Greek
μακρορρημονώ — μακρορρημονῶ, έω (Α) 1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ 2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι ρρημονώ, μεγαλο ρρημονώ] … Dictionary of Greek